Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

κνίδιος κόκκος

См. также в других словарях:

  • κνίδιος — ια, ο (AM κνίδιος, ία, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κνίδο («Κνιδία Αφροδίτη» κλασικό αριστούργημα τού γλύπτη Πραξιτέλη) 2. ως κύριο όν. ο Κνίδιος, η Κνιδία αυτός που κατάγεται από την Κνίδο («οἰκέουσι δὲ καὶ ἄλλοι καὶ Λακεδαιμονίων… …   Dictionary of Greek

  • κνιδόκοκκος — κνιδόκοκκος, ὁ (Α) ο καρπός τού φυτού θυμέλαια, αλλ. κνίδιος κόκκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοπωνύμιο Κνίδος + < κόκκος (πρβλ. σταφυλό κοκκος, στρεπτόκοκκος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»