-
1 κνίδιος
κνίδιος κόκκος, ὁ, u. κνιδό-κοκκος, ὁ, Beere des Strauches ϑυμελαία, als starkes Abführungsmittel gebrauch -
2 κνίδιος
-
3 κνιδ-έλαιον
κνιδ-έλαιον, τό, Oel aus κνίδιος κόκκος bereitet, Diosc.
-
4 κνιδέλαιον
κνιδ-έλαιον, τό, Öl aus κνίδιος κόκκος bereitet
См. также в других словарях:
κνίδιος — ια, ο (AM κνίδιος, ία, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κνίδο («Κνιδία Αφροδίτη» κλασικό αριστούργημα τού γλύπτη Πραξιτέλη) 2. ως κύριο όν. ο Κνίδιος, η Κνιδία αυτός που κατάγεται από την Κνίδο («οἰκέουσι δὲ καὶ ἄλλοι καὶ Λακεδαιμονίων… … Dictionary of Greek
κνιδόκοκκος — κνιδόκοκκος, ὁ (Α) ο καρπός τού φυτού θυμέλαια, αλλ. κνίδιος κόκκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοπωνύμιο Κνίδος + < κόκκος (πρβλ. σταφυλό κοκκος, στρεπτόκοκκος)] … Dictionary of Greek